θωρακοφόρος

θωρακοφόρος
ος , ον 1. одетый в панцирь, броненосный;
2. (ο ) кирасир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θωρακοφόρος" в других словарях:

  • θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… …   Dictionary of Greek

  • θωρακοφόρος — θωρᾱκοφόρος , θωρακοφόρος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακοφόρος — α, ο 1. αυτός που φοράει θώρακα. 2. το αρσ. ως ουσ., θωρακοφόροι, οι ειδικό σώμα στον περασμένο αιώνα βαριά οπλισμένων ιππέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωρηκοφόροι — θωρακοφόρος masc/fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρηκοφόρους — θωρακοφόρος masc/fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακοφόρον — θωρᾱκοφόρον , θωρακοφόρος masc/fem acc sg θωρᾱκοφόρον , θωρακοφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαβάτος — ζαβᾱτος, ὁ (Μ) [ζάβα] στρατιώτης που φορεί ζάβα, θώρακα, θωρακοφόρος …   Dictionary of Greek

  • θοιρακωτός — ή, ό [θώρακας] 1. αυτός που έχει επενδυθεί με θώρακα, θωρακισμένος, θωρακοφόρος 2. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το θωρακωτό α) πλοίο τού οποίου οι ιστοί ήταν εφοδιασμένοι με θωράκια, κν. κοφάδο β) θωρηκτό* …   Dictionary of Greek

  • θωρακίτης — ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, ίτιδος) νεοελλ. ναύτης ή δίοπος τής ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστής αρχ. 1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα,… …   Dictionary of Greek

  • θωρακοφορία — θωρακοφορία, ἡ (Μ) [θωρακοφόρος] το να φέρει κάποιος θώρακα …   Dictionary of Greek

  • θωρηκοφόρος — θωρηκοφόρος, ον (Α) ιων. τ. τού θωρακοφόρος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»